σπῖρα
Look at other dictionaries:
σπίρα — Ημιορεινός οικισμός (21 κάτ., υψόμ. 130 μ.), στην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κοκκάλας. * * * ἡ, Α (δ. γρφ.) βλ. σπεῑρα … Dictionary of Greek
σπείρα — Διακοσμητικό μοτίβο πολύ διαδομένο στην προϊστορική εποχή. Η φύση του σχήματος αυτού είναι διπλή: μπορεί να παραστάνει μια καθαρή γεωμετρική αφαίρεση ή να είναι η σχηματοποιημένη αναπαράσταση φυσικών μορφών. Στη δεύτερη φύση της παρουσιάζεται για … Dictionary of Greek
αρχέτυπα — Βιβλία που τυπώθηκαν στα πρώτα χρόνια της τυπογραφίας έως και το 1501. Τα α. είναιδύο ειδών: ξυλογραφικά και τυπογραφικά. Τα πρώτα τυπώνονταν από ξύλινες πλάκες, πάνω στις οποίες χάραζαν τις λέξεις. Τα δεύτερα είχαν τυπογραφικά κινητά στοιχεία,… … Dictionary of Greek
Φόιερμπαχ, Άνσλεμ — (Feuerbach, Σπίρα 1829 – Βενετία 1880). Γερμανός ζωγράφος. Σπούδασε στο Ντίσελντορφ, στο Μόναχο και τελικά στο Παρίσι (1851 53) κοντά στον Κουτίρ και γνωρίστηκε με τον Κουρμπέ. Το 1855 πήγε στη Βενετία και ύστερα στη Ρώμη, όπου έμεινε έως το… … Dictionary of Greek